- αυ
- αὖ επίρρ. (Α)1. εκ νέου, πάλι2. επιπλέον, ακόμη, επίσης3. αφετέρου, εξάλλου4. αντιθέτως, τουναντίον5. αλλά6. προς τα πίσω, πίσω7. ως επιφώνημα ή ερώτηση που εκφράζει αδημονία.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίρρ. αυ συνδέεται με τα λατ. aut, autem «δε, λοιπόν, μεν...δε», με το οσκ. auti και πιθ. με το αρχ. ινδ. άνα «προς τα κάτω, εδώ κάτω». Ανάγεται στο ινδοευρ. επίρρ. *αιι «πίσω, πάλι» και απαντά ως πρόθημα στις διάφορες ινδοευρ. γλώσσες για να δηλώσει τον χωρισμό, την απομάκρυνση (πρβλ. αυχάττειν «αναχωρείν, αναχάζεσθαι» στη γλώσσα του Ησυχίου, λατ. au-fugio «αποφεύγω», au-fero «αφαιρώ, αρπάζω», βαλτ. αu-, αρχ. σλαβ. u- «μακριά, από»). Συντίθεται επίσης με άλλα μόρια και σχηματίζει τ. όπως: αύ-τε, αύ-θ-ις, (επικ. ιων.) αύ-τις, (κρητ.) αύ-τ-ιν, (θεσσ.) αύ-θε].
Dictionary of Greek. 2013.